προσφερομένου

προσφερομένου
προσφέρω
bring to
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • μετακιρνώ — μετακιρνῶ, άω (Α) ανακατώνω, αναμιγνύω, μετατρέπω κάτι για τον εαυτό μου («τῇ δὲ τοῡ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ἡπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾱτο», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιρνῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • ολοκάρπωμα — ὁλοκάρπωμα, τὸ (ΑΜ) [ολοκαρπώ] η πλήρης θυσία τού προσφερομένου, το ολοκαύτωμα («καὶ τὸ δεύτερον ποιήσει ὁλοκάρπωμα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”